- χειρόγραφος
- -η, -ο / χειρόγραφος, -ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν)οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για δακτυλογράφηση» β. «χειρόγραφον γὰρ ἐστιν, ὅταν τις ὀφλημάτων ὑπεύθυνος κατέχεται», Ιωάνν. Χρυσ.)νεοελλ.γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή με τον δακτυλογραφημένο ή τον τυπωμένο («χειρόγραφος κατάλογος»)μσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. μτφ. συμφωνία, συμβόλαιο (α. «τῷ ἰδίῳ χειρογράφῳ...ὅ ἐπὶ τῆς κατὰ τὴν πίστιν ὁμολογίας κατέθετο», Βασ.β. «ἐξαγοράζω οὖν τὸ σῶμα τὸ πραθέν σοι διὰ τοῡ πρώτου Ἀδάμ, παραλύω σου τὰ χειρόγραφα», Μακ. Αιγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -γραφος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].
Dictionary of Greek. 2013.